Δευτέρα 20 Απριλίου 2009





J'habite une douleur

Le poème pulvérisé (1945-1947)

Ne laisse pas le soin de gouverner ton coeur à ces tendresses parentes de l'automne auquel elles empruntent sa placide allure et son affable agonie. L'oeil est précoce à se plisser. La souffrance connaît peu de mots. Préfère te coucher sans fardeau: tu rêveras du lendemain et ton lit te sera léger. Tu rêveras que ta maison n'a plus de vitres. Tu es impatient de t'unir au vent, au vent qui parcourt une année en une nuit. D'autres chanteront l'incorporation mélodieuse, les chairs qui ne personnifient plus que la sorcellerie du sablier. Tu condamneras la gratitude qui se répète. Plus tard, on t'identifiera à quelque géant désagrégé, seigneur de l'impossible.
Pourtant.
Tu n'as fait qu'augmenter le poids de ta nuit. Tu es retourné à la pêche aux murailles, à la canicule sans été. Tu es furieux contre ton amour au centre d'une entente qui s'affole. Songe à la maison parfaite que tu ne verras jamais monter. A quand la récolte de l'abîme? Mais tu as crevé les yeux du lion. Tu crois voir passer la beauté au-dessus des lavandes noires...
Qu'est-ce qui t'a hissé, une fois encore, un peu plus haut, sans te convaincre?
Il n'y a pas de siège pur.

René Char

Σάββατο 18 Απριλίου 2009




Κατά τον Δείπνον

...Ομνύω, πως πληγές δεν είναι, ουδ' αίμα σου, ό,τι σε βάφει.
Και μολονότι ορθώς ερρήθη, πως από πληγών σου
εμείς ιάθημεν, συνδυάζει εντούτοις η ευσταθής
πρόοδο σου και η δόξα της γραμμής του ήλιου, που ακολουθείς,
εικόνες που έπονται του Τρυγητού, Τρυγητού αφθόνου,
όταν το γέννημα πατιέται και ο χυμός του,
κάτι περσότερο παρά ευώδης, κυλά, ζωηρός
και κόκκινος, και μεταγγίζεται στις διψαλέες
από την κάψαν άγριου θέρους στέρνες,
να γίνει της τρυφής το δώρημα, το πλήρωμα του Ποτηρίου.
Και ας συγκεράννυνται, ιδέα του αίματος, κατά το ρήμα σου,
με ιδέα του οίνου· εμείς χρεωστούμε το θεσπέσιο γεγονός
σε εσπερινή συνάντησή σου, τότες που επίστρεφες από Αμπελώνα
παράκαιρα, ως εκ θαύματος, καρποφορήσαντα, παράκαιρα
συγκομισθέντα, παράκαιρα δουλεμένο.
Αλλ' αν εσύ έχεις το κράτος και συμμιγνύει
τις Εποχές που μόνος σου όρισες, εμείς, ως χτίσματα,
και την παράκαιρη τούτη σύμμιξην, ομού με τ' άλλα,
in coena domini, με την κατάνυξη που πρέπει, τελετουργούμε,
αλλά και πάλι, όταν οι Ώρες το καλαίνουνε
όταν με τον Κανόνα πια, και όξω του θαύματος,
καρπός Αμπέλου έρθει τη γης να επισκεφθεί,
θα σου μνησθούμε, μέσα στο καύμα, –θα σου στηθεί
δι' ημών γιορτή μεγίστη, που τα ουράνια Γεννήματα,
Σίτος και Οίνος, θα δοξασθούν όξω του πάθους, όξω αιμάτων:
μέσα στο τρίξιμο του Τζίτζικα και στο άναμμα του Πεύκου,
πάλι θα ρεύσει ο Οίνος, που, τώρα, αόριστα
μάς στέλνεται η ανευωδιά του με τις Βιολέτες...

Τ.Κ Παπατσώνης, 1934