Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

Του νεκρού αδελφού
(δημοτικό τραγούδι)

Μάνα με τους εννιά σου γυιούς και με τη μια σου κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δεν σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ'άφεγγα τη χτενίζει
στ'άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακρυά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
- Μάνα μου, κι ας την δώσωμε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω
αν πάμ'εμείς στην ξενητειά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή μ'άσκημα απιλογήθης.
Κι ά μόρθη, γυιέ μου, θάνατος,
κι ά μόρθη, γυιέ μου, αρρώστεια,
κι άν τύχη πίκρα γή χαρά, ποιός πάει να μου τη φέρει;
- Βάζω τον ουρανό κριτή και τους αγίους μαρτύρους,
αν τύχη κι έρτει θάνατος, αν τύχη κι έρτει αρρώστεια,
αν τύχη πίκρα γή χαρά, εγώ θα σου τη φέρω.
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα
κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες ωργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ'όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ'όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωνσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
- Ανάθεμά σε, Κωνσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξώριξες την Αρετή στα ξένα,
το τάξιμο που μού'ταξες, πότε θα μου το κάμης;
Τον ουρανό'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχη πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρης.
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύννεφο άλογο και τ'άστρι χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την και χτενίζονταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακρυά τη χαιρετά κι από κοντά της λέει:
Άϊντε, αδερφή, να φύγωμε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τί'ναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως είναι για χαρά, να στολιστώ και νά'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα νά΄ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.
Κοντολυγίζει τ'άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κελαϊδούσαν,
δεν κελαϊδούσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μόν'κελαϊδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
"Ποιός είδε κόρην όμορφη να σέρνη αποθαμένος!"
- Άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τί λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κελαϊδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.
Και παρακεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους;"
- Άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τί λένε τα πουλάκια;
πως περπατούνε οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν, και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ'αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αη-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνη ο πεθαμένος!"
Τ'άκουσε πάλι η Αρετή και εράγισε η καρδιά της.
'Ακουσες, Κωνσταντάκη μου, τί λένε τα πουλάκια;
- Άφησ'Αρέτω τα πουλιά κι ότι κι ά θέλ'άς λέγουν.
- Πες μου πού είναι τα κάλλη σου, πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ'όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π'αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου.
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ'αλόγου του κι απ'εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα να βροντά, το χώμα να βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμένα,
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Χτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
- Αν είσαι φίλος, διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου, φύγε,
κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακρυά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκειά μου μάνα.
- Ποιός είναι αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

"Le surréalisme ouvre les portes du rêve à tous ceux à qui la nuit a été avare"
André Breton
Σμυρνέϊκα κάλαντα

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ' Αγίου Βασιλείου
να τον καλησπερίσομεν αυτόν το νιόν αφέντη
πέντε φορές αφέντεψε και πάλι αφέντης είναι
πέντε κρατούν το μαύρο του εννιά το χαλινάρι
και δέκα τον παρακρατούν αφέντοι καβαλάροι.
Καβαλικεύει χαίρεται πεζεύνει καμαρώνει
κι' όπου πατήσει ο μαύρος του πηγάδια θεμελιώνει
πηγάδια πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες
μέσα σε κείνες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
σύρμα και σύρμα το λουρί και σύρμα το λογάδι
κι είς τον άφρον του λογαδιού κοιμάται ο νιός αφέντης
αν τον ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
κι αν τον ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μην μεθύσει
φέρετε μήλα δώδεκα, κυδώνια δέκα πέντε
κι ένα κλαδί βασιλικό ίσως και τον ξυπνήσω.
Είπαμε δα τ' αφέντη μας να πούμε τσή κεράς μας
κερά ψιλή κερά λιγνή κερά καμαροφρύδα
κερά μ' όντέ θα στολιστείς να βάλεις τα καλά σου
τα μάρμαρα ραΐζουνε από την ομορφιά σου
κερά μ' οντέ θα στολιστείς να πας στην εκκλησία
βάζεις τση βάγιες απο μπρός τση βάγιες από πίσω
και του κοράκου το φτερό να μην σου δώσει ήλιος.
Κερά την θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει
γυρεύει μύλους δώδεκα και με τσή μυλωνάδες
γυρεύει αμπέλι' ατρύγητα και με τσή τρυγητάδες
γυρεύει ελιές αμάζοχτες και με τσή μαζοχτάδες
γυρεύει και τον ουρανό τ' αστρι και το φεγγάρι
γυρεύει και τη θάλασσα μ' όλα της τα καράβια
γυρεύει και τον κυρ' βοριά για να τα τιμονάρει.
Είπαμε δα και τσή κεράς να πούμε και τσή βάγιας
άψε βαγίτσα το κερί άψε και το λιχνάρι
να μπαινοβγείς στην κάμαρα να δεις τί θα μας βγάλεις
γι' απάκια για λουκάνικα γι' αυγά καθαρισμένα
γι' άπο την μαύρην όρνιθα κανένα αυγουλάκι
κι' αν τά κανε κι' ή γαλανή να γίνουν ζευγαράκι
γι' από τον γέρο πίθαρο καμιά σταλιά λαδάκι
γι' από τον γέρο βάρελο καμιά σταλιά κρασάκι
γι' από το σακουλάκι σας κανένα δεκαράκι.
Αν είναι με το θέλημα χρυσή μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.