Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

le lapin agile




On ne songe qu’à créer des maisons de fous, quand ouvrira-t-on des maisons pour imbéciles?
André Gill (1840-1885)

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008




Όμορφη η Firenze, δε λέω, αλλά η Roma είναι η αρχόντισσα...

Σάββατο 9 Αυγούστου 2008


Ραντεβού τον Σεπτέμβρη...

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

περί εμμονών



Εδώ άρχισε για μένα αυτό που θα ονομάσω διάχυση του ονείρου μέσα στην πραγματική ζωή. Από τη στιγμή εκείνη, όλα έπαιρναν μερικές φορές διπλή όψη, - κι αυτό, χωρίς ποτέ ο λογισμός να υστερεί σε λογική, χωρίς η μνήμη να χάνει τις πιο αδιόρατες λεπτομέρειες αυτού που μου συνέβαινε. Μόνο που, οι πράξεις μου, φαινομενικά παράλογες, ήταν υποταγμένες σ'αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, ονομάζουμε ψευδαίσθηση...

Gérard de Nerval
"Aurélie ou le rêve et la vie"
Μετ. Δ. Δημητριάδης
Εκδ. Άγρα, 1989

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

The direction of Press


...Because instant and credible information has to be given, it becomes necessary to resort to guesswork, rumors and suppositions to fill in the voids, and none of them will ever be rectified, they will stay on in the readers' memory. How many hasty, immature, superficial and misleading judgments are expressed every day, confusing readers, without any verification. The press can both simulate public opinion and miseducate it. Thus we may see terrorists heroized, or secret matters, pertaining to one's nation's defense, publicly revealed, or we may witness shameless intrusion on the privacy of well-known people under the slogan: "everyone is entitled to know everything." But this is a false slogan, characteristic of a false era: people also have the right not to know, and it is a much more valuable one. The right not to have their divine souls stuffed with gossip, nonsense, vain talk. A person who works and leads a meaningful life does not need this excessive burdening flow of information...

Alexander Solzhenitsyn
Harvard Class Day Afternoon Exercises,
Πέμπτη, 8 Ιουνίου 1978

"...fuyard que je connais aux traces de tes larmes"


Αρκεσίλας

έφυγε
και τονέ βλέπω
ν' απομακρύνεται
κατά μήκος
της ερήμου λεωφόρου
και κάθε τόσο γυρνάει
και μας χαιρετά
δι'ανεπαισθήτου κινήσεως των βλεφάρων
ώς ότου
- λίγο-λίγο -
το καραντί του
να χαθή
να σβύση
στο βάθος του ορίζοντος

έγραψε

στο γράμμα του
έλεγε - ανάμεσα σ' άλλα -
πως αγαπάει
τη
βροχή

"είμαι Έλλην
- είναι τα λόγια του -
πατρίς μου και μητέρα μου
η
βροχή"

"σαν με προλάβη η βροχή
- συνέχιζε -
σαν με προλάβη
ολόγυμνο
στους δρόμους να γυρνώ
με ντύνει
- η βροχή -
μ' απίστευτης λαμπρότητος
και ποικιλίας
φορεσιές
και στήνει αέναα γύρω μου
ως προχωρώ
μυθώδους πλούτου
σκηνικά
και διακόσμους"

τώρα γυρνά στα "τέρματα"
μέσ' στην πολυκοσμία και τις μουσικές και τη λαϊκή χαρά
κι' ανακατεύεται
- γίνεται ένα -
με το πλήθος

κι' αισθάνετ'
άλλοτε
σα βασιλιάς
αναμεσίς στους υπηκόους του
κι' άλλοτε πάλι
- ίσως την ίδια ακριβώς στιγμή -
σαν άρχοντας εξόριστος
ανάμεσα
σε ξένους
- κι' άγνωστους -
λαούς

Nίκος Εγγονόπουλος
Ποιήματα B΄
Εκδ. Ίκαρος, 1977

Τρίτη 5 Αυγούστου 2008


"...γι' αυτά που ήτανε τόσο μικρά μα που ρίχναν σκιά για να μοιάζουν παλάτια..."

Σάββατο 2 Αυγούστου 2008



Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
δεν μιλάν με τον καιρό
μόνο πέφτουν στα ποτάμια
για να πιάσουν τον σταυρό.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
κυνηγούν έναν τρελό
τον επνίγουν με τα χέρια
και τον καίνε στον γιαλό.

Έλα κόρη της σελήνης,
κόρη του αυγερινού.
Να χαρίσεις στα παιδιά μας
λίγα χάδια του ουρανού.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
κυνηγάνε τους αστούς
πετσοκόβουν τα κεφάλια
από εχθρούς και από πιστούς.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
κόβουν δεντρολιβανιές
και στολίζουν τα πηγάδια
για να πέσουν μέσα οι νιες.

Τα παιδιά μες τα χωράφια
κοροϊδεύουν τον παπά
του φοράνε όλα τα άμφια
και το παν στην αγορά.

Έλα κόρη της σελήνης,
έλα και άναψε φωτιά.
Κοίτα τόσα παλικάρια
που κοιμούνται στη νυχτιά.

Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη
τους προγόνους τους πουλούν
και ο,τι αρπάξουν δεν θα μείνει
γιατί ευθύς μελαγχολούν.

Μάνος Χατζιδάκις

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Tarareando...



La Malinconia

Malinconia
la vita mia
struggi terribilmente;
e non v'è al mondo, non c'è al mondo niente
che mi divaghi.

Niente, o una sola
casa. Figliola,
quella per me saresti.
S'apre una porta; in tue succinte vesti
entri, e mi smaghi.

Piccola tanto,
fugace incanto
di primavera. I biondi
riccioli molti nel berretto ascondi,
altri ne ostenti.

Ma giovinezza,
torbida ebbrezza,
passa, passa l'amore.
Restan sì tristi nel dolente cuore,
presentimenti.

Malinconia,
la vita mia
amò lieta una cosa,
sempre: la Morte. Or quasi è dolorosa,
ch'altro non spero.

Quando non s'ama
più, non si chiama
lei la liberatrice;
e nel dolore non fa più felice
il suo pensiero.

Io non sapevo
questo; ora bevo
l'ultimo sorso amaro
dell'esperienza. Oh quanto è mai più caro
il pensier della morte,

al giovanetto,
che a un primo affetto
cangia colore e trema.
Non ama il vecchio la tomba: suprema
crudeltà della sorte.

Umberto Saba